-
1 отвлекать
отвлекать, отвлечь αποσπώ, απομακρύνω· \отвлекать внимание αποσπώ την προσοχή \отвлекаться αφαιρούμαι* αποσπώμαι, απομακρύνομαι* \отвлекаться от темы αποσπώμαι από το θέμα* * *= отвлечьαποσπώ, απομακρύνωотвлека́ть внима́ние — αποσπώ την προσοχή
-
2 отвлекаться
αφαιρούμαι; αποσπώμαι, απομακρύνομαιотвлека́тьсяся от те́мы — αποσπώμαι από το θέμα
-
3 удалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. удаленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. απομακρύνω, ξεμακραίνω• αποτραβώ• αποσύρω•-мишень на двадцать метров απομακρύνω το στόχο είκοσι μέτρα•
удалить предмет от глаз απομακρύνω το αντικείμενο από τα μάτια.
|| μτφ. παλ. • απομονώνω•его -ли от других τον απομάκρυναν από τους άλλους.
|| μτφ. κρατώ σε απόσταση•он -ил от себя свою жену αυτός κράτησε σε απόσταση τη γυναίκα του.
2. διώχνω, βγάζω έξω, πετώ•удалить ненужные вещи из комнаты βγάζω έξω από το δωμάτιο τα άχρηστα πράγματα.
|| εξάγω• απαλείφω•удалить зуб βγάζω το δόντι•
удалить пятно с материи βγάζω το λεκέ από το ύφασμα•
удалить ржавчину с металла βγάζω τη σκουριά από το μέταλλο.
|| μτφ. διώχνω, αποβάλλω•он -ил от себя такие мысли αυτός απέβαλε τέτοιες σκέψεις.
3. μτφ. διώχνω, στέλλω μακριά. || μτφ. απαλλάσσω•его -ли с работы τον απομάκρυναν από τη δουλειά•
его -ли от занимаемого поста τον απομάκρυναν από πόστο που κατείχε.
1. απομακρύνομαι, αλαργεύω•лодка -лась от берега η βάρκα απομακρύνθηκε από την ακτή.
|| μτφ. ξεφεύγω•удалить от темы ξεφεύγω από το θέμα.
|| μτφ. αποφεύγω, ξεκόβω, αποσπώμαι•удалить от друзей ξεκόβω από τους φίλους.
2. φεύγω•в старости отец -лся в свою деревню στα γεράματα ο πατέρας έφυγε μόνιμα για το χωριό του.
|| απολύομαι• αποχωρώ•удалить от должности απομακρύνομαι (απαλλάσσομαι) από τα καθήκοντα.